χωλούς

χωλούς
χωλός
lame
masc acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αντικόντωσις — ἀντικόντωσις, η (Α) [αντικοντώ] (για χωλούς) το να στηρίζεται κανείς σε ραβδί …   Dictionary of Greek

  • ετός — Χρονικό διάστημα το οποίο χρειάζεται η Γη για να συμπληρώσει μία περιφορά γύρω από τον Ήλιο. Κατά το διάστημα αυτής της περιφοράς, η Γη εκτελεί 366 ολόκληρες περιστροφές –και ένα μέρος– γύρω στον άξονά της. Αν λάβουμε υπόψη τις διαδοχικές… …   Dictionary of Greek

  • Δίφιλος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Επικός ποιητής (5ος αι. π.Χ.). Έγραψε το έργο Θησηίς, από το οποίο έχουν διασωθεί μόνο αποσπάσματα. Επονομάστηκε χωλιαμβογράφος, γιατί έγραφε χωλούς ιάμβους. Τους σκωπτικούς του στίχους εναντίον του φιλόσοφου Βοΐδα… …   Dictionary of Greek

  • Ιππώναξ — (6ος αι. π.Χ.). Λυρικός ποιητής. Γεννήθηκε στην Έφεσο και άκμασε περίπου κατά τα μέσα του 6ου αι. π.Χ. Ξεπεσμένος ευγενής, κουτσός και δύσμορφος, σύμφωνα με την παράδοση, χαρακτηρίστηκε ως ποιητής των κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων, ανάμεσα στα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”